ανεδαφικό(ν)
Смотреть что такое "ανεδαφικό(ν)" в других словарях:
Κιούχελμπεκερ, Βίλχελμ Κάρλοβιτς — (Wilhelm Karlovich Kuechelbecker, Αγία Πετρούπολη 1791 – Τομπλόσκ 1846). Ρώσος λογοτέχνης, γερμανικής καταγωγής. Ήταν γόνος οικογένειας ευγενών. Το 1817 αποφοίτησε από το λύκειο στο Τσάρσκοε Σελό, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τους… … Dictionary of Greek
Μπερκ, Έντμουντ — (Edmund Burke, Δουβλίνο 1728; – Μπίκονσφιλντ 1797). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Εκτός από τις αξιόλογες επιδόσεις του στο πεδίο της αισθητικής (είναι γνωστή η μελέτη του Φιλοσοφική έρευνα επί της καταγωγής των ιδεών μας περί του… … Dictionary of Greek
Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… … Dictionary of Greek